- χλαλοή
- [хлалои] ουσ. Θ. шум толпы
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χλαλοή — και αχλαλοή και οχλαλοή, η, Ν οχλοβοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < οχλαγωγία, με σίγηση τού αρκτικού ο και αφομοίωση τού γ σε λ ] … Dictionary of Greek
αλάλαγμα — το (Α ἀλάλαγμα) [ἀλαλάζω] κραυγή χαράς, επινίκιο άσμα, κραυγή πολεμιστών ή άλλου πλήθους ανθρώπων, χλαλοή … Dictionary of Greek
οχλοβοή — οχλοβοή, η και χλαλοή, η 1. βοή από συγκέντρωση όχλου. 2. πολύς θόρυβος: Μέσα σε κείνο το κακό και την οχλοβοή δεν πρόφτασα να μάθω τον αριθμό των θυμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)